Κυριακή 13 Μαρτίου 2011

ΒΟΛΤΑ ΜΕ ΤΟ ΤΡΟΛΕΪ


   Η θεία μου, η Βαγγελιώ, μένει στο τέρμα της Πατησίων. Όσες φορές πήγα σπίτι της, ήταν πάντα με αυτοκίνητο, η μαμά μου όμως σήμερα  αποφάσισε να πάμε εκεί με το τρόλεϊ. Αγοράσαμε δύο εισιτήρια, πήγαμε στη στάση και περιμέναμε να περάσει το τρόλεϊ 3 ή 13. Ήμουν πολύ ενθουσιασμένη και χαρούμενη και άρχισα τις ερωτήσεις:
  «Μαμά γιατί το τρόλεϊ έχει κεραίες;»
  «Γιατί τις χρειάζεται για να εφοδιάζεται ηλεκτρικό ρεύμα από τα συρμάτινες εγκαταστάσεις της ΔΕΗ.»
  «Χωρίς ρεύμα δηλαδή, δεν λειτουργεί;»
  «Και βέβαια! Καμιά φορά οι κεραίες φεύγουν από τις εγκαταστάσεις και αν ο οδηγός δεν καταφέρει να τις επαναφέρει, πατά ένα κουμπί και τότε το τρόλεϊ γίνεται σαν λεωφορείο.»
  «Ουάου! Δηλαδή μεταμορφώνεται;» ξαναρώτησα ενθουσιασμένη!
   Και έφτασε επιτέλους το τρόλεϊ, λίγο καθυστερημένο βέβαια, αλλά πάνω στην ώρα, για να γλιτώσει τη μαμά μου από τις συνεχείς ερωτήσεις μου! Μπήκαμε μέσα και καθίσαμε στις δύο μοναδικές θέσεις που ήταν ελεύθερες.
  «Σοφία, πήγαινε να ακυρώσεις τα εισιτήρια;» μου είπε με επίσημο ύφος η μαμά μου!
  «Ευχαρίστως!» της απάντησα και με ένα πνιχτό γέλιο «χτύπησα» τα δυο εισιτήρια στο ειδικό μηχάνημα.
   Η βόλτα μας ξεκίνησε και ήμουν τόσο απορροφημένη να κοιτάζω τις βιτρίνες των καταστημάτων, που δεν πρόσεξα πως το τρόλεϊ είχε αρχίσει να γεμίζει ασφυκτικά με κόσμο! Κάθε φορά που το τρόλεϊ έκανε στάση, έλεγα μέσα μου:
  «Δε μπορεί κάποιος θα κατέβει για να μπουν οι υπόλοιποι!»
Μάταια όμως! Ο κόσμος, όλο και ανέβαινε, στριμώχνοντας ο ένας  τον άλλον, βρίζοντας και φωνάζοντας για την κακή τους τύχη.  Ξαφνικά η όμορφη βόλτα μας με το τρόλεϊ, είχε μετατραπεί σε μια άσχημη περιπέτεια, γεμάτη σπρωξιές και αγανακτισμένες φωνές. Είχα κρυφτεί στην αγκαλιά της μαμάς μου προσπαθώντας να εξαφανιστώ και να μην ακούω όλες αυτές τις φωνές που έκαναν το κεφάλι μου να πονοκεφαλιάζει!
  «Γιατί φωνάζει έτσι αυτή η κυρία;» ρώτησα συνομωτικά τη μαμά μου.
  «Γιατί μάλλον κάποιος την έσπρωξε καταλάθος!» μου απάντησε εκείνη και με αγκάλιασε σφιχτά.
  «Μανούλα μου άμα σε σπρώξω καταλάθος, θα μου βάλεις τις φωνές;» τη ρώτησα σχεδόν βουρκωμένη!
  «Όχι Σοφάκι μου!» μου απάντησε εκείνη και με κοίταξε με απορία!
  «Γιατί εγώ νόμιζα πως όταν σπρώχνεις κάποιον καταλάθος, δεν το θέλεις και ζητάς συγγνώμη! Τότε εκείνος δε σου βάζει τις φωνές, παρά σου λέει δεν πειράζει και μετά παίζετε μαζί!»
Η κυρία στην μπροστινή θέση χαμογέλασε.
  «Κοριτσάκι μου, οι άνθρωποι μεγαλώνουν. Και όσο μεγαλώνουν ξεχνάνε το παιχνίδι. Και όσο ο άνθρωπος ξεχνάει το παιχνίδι και την ανεμελιά, τόσο δυσκολεύεται να ξεχάσει και μια σπρωξιά που έγινε καταλάθος! Σου εύχομαι ποτέ να μη μεγαλώσεις!» μου είπε και χάθηκε μέσα στο κόσμο ψάχνοντας τρόπο να κατεβεί στην στάση που ήθελε.
Άκου ποτέ να μη μεγαλώσω! Δεν μου άρεσε και πολύ αυτό που μου είπε η μπροστινή κυρία! Εγώ θέλω να μεγαλώσω και να γίνω μπαλαρίνα ή τραγουδίστρια ή δασκάλα! Όχι να μείνω για πάντα στην τρίτη δημοτικού!
  Φτάσαμε επιτέλους στην στάση μας. Η μαμά μου με έβαλε μπροστά και προσπαθώντας να ανοίξει χώρο με τα χέρια της, άρχισε να προχωράει προς την έξοδο.
  «Συγνώμη, μπορώ να περάσω; Με συγχωρείτε, έχω τη μικρή και θέλω να περάσω, ευχαριστώ!»
Λίγοι ήταν εκείνοι που έκαναν στην άκρη και ακόμα πιο λίγοι εκείνοι που μας βοήθησαν.
  Όταν πια κατεβήκαμε και είδα το τρόλεϊ να φεύγει με τους επιβάτες στριμωγμένους σαν σαρδέλες είπα στη μαμά μου;
  «Δεν θέλω να ξαναπάω βόλτα με το τρόλεϊ!»
  «Έλα Σοφάκι μου, μην δίνεις τόσο πολύ σημασία! Την επόμενη φορά μπορεί να είναι καλύτερα!  Άλλωστε δεν ήταν και τόσο άσχημα. Είδες εκείνη η κυρία! Εκτίμησε πολύ τα λόγια σου και σου ευχήθηκε να μείνεις όπως είσαι!»
  «Μα…» δεν τελείωσα τη φράση μου γιατί αμέσως σκέφτηκα τα λόγια της:       «Σου εύχομαι να μην μεγαλώσεις ποτέ!»
  «Τώρα κατάλαβα τι εννοούσε!» είπα στη μαμά μου και χτύπησα το κουδούνι της θείας Βαγγελιώ.
  
   

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου