Κυριακή 27 Νοεμβρίου 2011

Η καινούργια συμμαθήτρια είναι από την Κω


    Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου ζω στην Αθήνα. Κάθε μέρα έρχεται και με παίρνει το σχολικό από το σπίτι και κάθε απόγευμα με γυρίζει πίσω. Τα απογεύματα η μαμά πότε με πάει αγγλικά και πότε μπαλέτο και τα Σαββατοκύριακα παίζω με τους φίλους μου στο πάρκο. Λίγο πολύ έτσι περνούν οι μέρες μου και δεν έχω παράπονο. Ειδικά τα Σαββατοκύριακα! J
   Χτες ήρθε στην τάξη ένα καινούργιο παιδί, η Μαρία. Εκείνη και η οικογένειά της έμεναν στην Κω αλλά αποφάσισαν να έρθουν να μείνουν στην Αθήνα λόγω της δουλειάς του μπαμπά της Μαρίας. Ε, λοιπόν να σας πω κάτι; Η Μαρία δεν είναι ευτυχισμένη. Και θα σας πω αμέσως το γιατί:
Πρώτον: Εδώ που είναι δεν ξέρει κανέναν!
Δεύτερον: Η Αθήνα είναι για εκείνη μια πόλη άγρια, τρομαχτική και πως το είπε να δεις η μαμά….α ναι: χαοτική!!!
Τρίτον: Της λείπει η θάλασσα, οι φίλοι της και οι άδειοι δρόμοι.
   Μα καλά, αμέσως αναρωτήθηκα, και γιατί της λείπουν οι δρόμοι; Από δρόμους εδώ….πφφφφ, άλλο τίποτα. Άδειοι βέβαια δεν είναι, αλλά άμα κάτσεις Αθήνα το καλοκαίρι, όλο και κάποιους θα βρεις άδειους! Όμως όταν στο διάλειμμα μαζευτήκαμε όλα τα παιδιά για να την καλωσορίσουμε, μας αποκάλυψε όλη την αλήθεια!
   Στην Κω, λέει, τα σχολείο ήταν κοντά με το σπίτι της και πήγαινε μα τα πόδια. Μάλιστα τα μεγαλύτερα παιδιά, της έκτης δημοτικού, πηγαίνανε μόνα τους στο σχολείο! Αυτό σήμαινε πως η διαδρομή ήταν μια μικρή εκδρομή και έδιναν και έπαιρναν τα γέλια και τα πειράγματα !
   Τα απογεύματα, όταν τελείωναν τα μαθήματα αν είχε καλό καιρό, έκαναν καμιά βόλτα δίπλα στη θάλασσα και έπαιζαν τρέχοντας μέσα στην άμμο! Εγώ, σκέφτηκα, βλέπω άμμο μια φορά τον χρόνο και πάντα στριμώχνομαι για να διεκδικήσω λίγο κομμάτι γης για να πλάσω τα κάστρα μου!
  Τα Σαββατοκύριακα, ήταν όλη μέρα έξω και ποτέ δε γύριζε πριν νυχτώσει! Έπαιζε με τους φίλους της κρυφτό και κυνηγητό και σκαρφάλωνε στα δέντρα. Η μαμά της δεν της έλεγε να προσέχει όλη την ώρα, όπως κάνει τώρα και η ίδια παραδέχεται πως φοβότανε λιγότερο.
  Ήξερε όλο τον κόσμο και σε κάθε μαγαζί που έμπαινε ή σε κάθε μέρος που πήγαινε πάντα υπήρχε κάποιος γνωστός να χαιρετίσει. Τα καλοκαίρια έκανε μπάνια τρεις ολόκληρους μήνες στη σειρά και η παρέα της ήταν η πιο μεγάλη του νησιού! Γύριζε σπίτι με γδαρμένα γόνατα και βρεγμένα, βρώμικα ρούχα, αλλά δεν την ένοιαζε γιατί ευχαριστιότανε παιχνίδι.
  Την ακούγαμε όλοι αποσβολωμένοι! Τώρα δεν ήταν πια μόνο εκείνη λυπημένη, αλλά και εμείς που δεν ζήσαμε ποτέ στην Κω ή στη Νάξο ή σε οποιοδήποτε άλλο νησί ή χωριό της Ελλάδας….
«Ε, λοιπόν να σας πω κάτι» είπα νευριασμένη, «δεν θα το βάλουμε κάτω! Μπορεί να μην γίνεται να κάνουμε όλα όσα έκανε η Μαρία στη Κω, αλλά μπορούμε να προσπαθήσουμε! Λοιπόν το Σαββατοκύριακο όλοι στο πάρκο για κρυφτό και κυνηγητό και Πέτρο, μη σε δω να φέρεις πάλι μαζί σου το ηλεκτρονικό σου παιχνίδι, εντάξει;»
Ο Πέτρος στραβομουτσούνιασε, αλλά ήξερε καλά ότι δεν μπορούσε να αρνηθεί!

Κυριακή 20 Νοεμβρίου 2011

ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΚΛΕΙΔΩΜΕΝΗΣ ΝΤΟΥΛΑΠΑΣ

 

     Η Λύδια ήρθε πολύ αναστατωμένη στο μάθημα αγγλικών. Η κυρία της έκανε συνέχεια παρατήρηση, μα εκείνη δε μπορούσε να συγκεντρωθεί με τίποτα.
«Σοφία» μου λέει ψιθυριστά «θέλω να σου πω!»
«Όχι τώρα, έχουμε μάθημα, όταν σχολάσουμε!» Δεν ήθελα να μου κάνει και μένα παρατήρηση η δασκάλα και έτσι με μια αυστηρή μου ματιά, επανέφερα τη Λύδια στην τάξη. Στο διάλλειμα ο Πέτρος, που έσκαγε από περιέργεια να μάθει τι το τόσο σημαντικό είχε συμβεί, ρώτησε τη Λύδια: 
«Θα μας πεις επιτέλους τι έχεις;»
«Υπάρχει ένα μυστικό κλειδωμένο στην ντουλάπα!» είπε εκείνη και τα μάτια της γυάλισαν!
«Τι εννοείς;» τη ρώτησα και εγώ γεμάτη περιέργεια.
«Η μαμά μου χτες όταν γύρισε από τη δουλειά, κρατούσε στα χέρια της ένα πακέτο, κάτι σαν δώρο, τυλιγμένο πολύ προσεκτικά λες και ήταν το πιο σπουδαίο πακέτο του κόσμου! Με φώναξε λοιπόν και μου είπε: Λύδια, εδώ έχω τυλιγμένο κάτι πολύ σπουδαίο και πολύ σπάνιο. Κάτι, που όταν ήμουν στην ηλικία σου και μου το έδωσε η μητέρα μου, μου άλλαξε όλη μου τη ζωή! Όμως δε θέλω να σου πω τι είναι. Θα το βάλω μέσα στην ντουλάπα και θα κρύψω το κλειδί καλά κάπου μέσα στο σπίτι. Μόνο αν βρεις το κλειδί, θα μπορέσεις να ανοίξεις και την ντουλάπα. Και τότε θα ανακαλύψεις μόνη σου αυτό το σπουδαίο μυστικό.»
«Κι αν δεν καταφέρω να βρω το κλειδί;»
«Δε θα μάθεις ποτέ τι κρύβεται μέσα στην ντουλάπα!» μου είπε και γύρισε το κλειδί στη κλειδαριά.»
«Ουάου!» αναφώνησε ο Πέτρος «πρέπει οπωσδήποτε να μάθουμε τι κρύβεται εκεί μέσα!»
«Αυτό λέω και εγώ!» συμπλήρωσε η Λύδια με ένα αίσθημα δικαίωσης ζωγραφισμένο στα μάτια της, αφού είχε βρει επιτέλους κάποιους να την καταλάβουν!
«Είναι δυνατόν να είναι κρυμμένο στην ντουλάπα του σπιτιού μου ένα τόσο σπουδαίο μυστικό και εγώ να μην μπορώ να το ανακαλύψω;»
    Την ίδια μέρα κιόλας η Λύδια άρχισε να ψάχνει σε όλο το σπίτι για να βρει το κλειδί που θα την οδηγούσε σε αυτό το σπουδαίο μυστικό! Και που δεν έψαξε! Κάτω από τα κρεβάτια, μέσα στα συρτάρια, πίσω από τους καναπέδες, ακόμα και μέσα στις κάλτσες της μαμάς και του μπαμπά που ήταν προσεχτικά διπλωμένες μέσα στο συρτάρι. Μάταιος κόπος! Το κλειδί δεν έλεγε να βρεθεί. Η μαμά της κρυφοκοίταζε και διασκέδαζε μα την αγωνία της Λύδιας να ανακαλύψει τι κρυβόταν μέσα στην ντουλάπα. Κατά το βραδάκι την πλησιάζει και της λέει:
«Αφού βλέπω ότι ψάχνεις όλο το σπίτι και μου ανακατεύεις τα πράγματα, θα σε βοηθήσω να βρεις το μυστικό της ντουλάπας. Αλλά με έναν όρο. Για κάθε στοιχείο που θα σου δίνω, εσύ θα πρέπει να διαβάζεις και από μια μικρή ιστορία που θα σου φέρνω.»
Δε μπορώ να πω ότι η Λύδια πέταξε από τη χαρά της, αλλά για να ανακαλύψει το μυστικό της ντουλάπας ήταν πρόθυμη να κάνει τα πάντα, ακόμα και να διαβάσει ένα εξωσχολικό βιβλίο!
«Μου φαίνεται πως έχω πέσει σε παγίδα!»
Η Λύδια με το τσουλουφάκι της να πετάει και το ηθικό της τσακισμένο, δε μπορούσε να πιστέψει πως την έχει πατήσει έτσι.
«Με αυτήν την ιστορία, έχω διαβάσει όλα τα βιβλία του κόσμου!»
«Έλα βρε Λύδια, νομίζω πως υπερβάλεις, άλλωστε είναι ωραίο το διάβασμα.»
«Έχει δίκιο ο Πέτρος» της είπα προσπαθώντας να την παρηγορήσω «μη μου πεις ότι δεν έχεις βρει τίποτα ωραίο σε όλα αυτά τα βιβλία που έχεις διαβάσει;»
«Ναι, δε λέω….»
Το τσουλουφάκι της δε σταμάτησε να πηγαίνει πέρα  δώθε όσο μας μιλούσε για τις ιστορίες που διάβαζε όλο αυτό τον καιρό και εγώ μέσα μου σκεφτόμουν: λες η Λύδια τελικά να είχε αγαπήσει το διάβασμα;
     Οι μέρες περνούσαν και η μαμά της Λύδιας, κάθε φορά που της έδινε και ένα στοιχείο για το που είναι κρυμμένο το κλειδί για το μυστικό της ντουλάπας, της έφερνε και από ένα βιβλίο. Έτσι η Λύδια είχε αρχίσει χωρίς να το καταλαβαίνει να της αρέσει να διαβάζει και να απολαμβάνει αυτό το παράξενο παιχνίδι που έπαιζε με την μαμά της. Μάλιστα ήθελε τόσο πολύ να λύσει το γρίφο, που περίμενε με αγωνία κάθε καινούργιο βιβλίο μιας και θα την έφερνε ακόμα πιο κοντά στο μυστικό της ντουλάπας!
«Λοιπόν έχουμε και λέμε: είναι μονόχρωμη, μικρή και κρυώνει. Ζει μέσα στη σκόνη αλλά και μέσα στο κεφάλι. Δε μεγαλώνει αλλά ούτε και μικραίνει. Την ξέρουν όλοι και αυτή δεν ξέρει κανέναν. Δεν είναι άνθρωπος αλλά ζει και βασιλεύει. Γεννήθηκε αλλά δεν θα πεθάνει ποτέ!»
 «Αχ, βρε Λύδια είναι πολύ δύσκολο, δε θα το βρούμε ποτέ!»
«Έλα βρε Πέτρο, σκέψου λίγο παραπάνω, μην είσαι τεμπέλης»
Η Λύδια κάθε φορά που μάθαινε και ένα στοιχείο, το μοιραζότανε μαζί μας.
«Είναι μονόχρωμη μικρή και κρυώνει… δηλαδή τι χρώμα να είναι;» Προσπαθώντας να ταιριάξουμε τα στοιχεία κάνανε ένα σωρό εικασίες. Μα ήταν πολύ δύσκολο να καταλήξουμε σε ένα συμπέρασμα.
«Μα καλά, τι να είναι αυτό που είναι τόσα πολλά πράγματα και ζει μέσα στο σπίτι σου; Εγώ θα φοβόμουνα λίγο!» είπε Πέτρος και γούρλωσε τα μάτια του.
«Αφού σου λέει, δεν είναι άνθρωπος» του απάντησε η Λύδια νευριασμένα.
«Ναι αλλά ούτε πράγμα!» απάντησε εκείνος.
«Εκτός και αν…» μια σκέψη κυρίεψε το μυαλό μου….
«Για πες πάλι τα στοιχεία που έχουμε…»
«Είναι μονόχρωμη, μικρή και κρυώνει. Ζει μέσα στη σκόνη αλλά και μέσα στο κεφάλι. Δε μεγαλώνει αλλά ούτε και μικραίνει. Την ξέρουν όλοι και αυτή δεν ξέρει κανέναν. Δεν είναι άνθρωπος αλλά ζει και βασιλεύει. Γεννήθηκε αλλά δεν θα πεθάνει ποτέ!»
«Γιατί το παίζεις αυτό το παιχνίδι με τη μαμά σου; Μα φυσικά για να σε κάνει να αγαπήσεις το διάβασμα. Και αφού ο γρίφος δεν είναι άνθρωπος αλλά ούτε και πράγμα, άρα τι μένει;»
«Τι μένει;» με ρώτησαν και οι δύο με αγωνιά!
«Μα ναι! Είναι ήρωας κάποιου βιβλίου!» αναφώνησε η Λύδια.
«Ναι!!!!» άρχισε να φωνάζει ο Πέτρος.
«Είναι μονόχρωμη, μικρή και κρυώνει: Είναι ένα μικρό κοριτσάκι που φοράει κόκκινη κάπα.
Ζει μέσα στη σκόνη αλλά και μέσα στο κεφάλι: Αφού είναι βιβλίο ζει στη βιβλιοθήκη όπου έχει σκόνη, αλλά και μέσα στο κεφάλι μας αφού ξέρουμε την ιστορία της.
Δε μεγαλώνει αλλά ούτε και μικραίνει: Αφού είναι ήρωας βιβλίου, δε θα αλλάξει ποτέ ηλικία.
Την ξέρουν όλοι και αυτή δεν ξέρει κανέναν: Όλοι ξέρουν την ιστορία της, αλλά εκείνη δε μας ξέρει!
Δεν είναι άνθρωπος αλλά ζει και βασιλεύει, γεννήθηκε αλλά δεν θα πεθάνει ποτέ: Γιατί είναι η  Κοκκινοσκουφίτσα!»
Τρέξαμε στη βιβλιοθήκη του σπιτιού της Λύδιας και ανοίγοντας το παραμύθι της Κοκκινοσκουφίτσας, βρήκαμε το κλειδί!
«Βλέπω, ενώσατε τις δυνάμεις σας και τα καταφέρατε!» είπε γελώντας η μαμά της Λύδιας.
     Πήγαμε στην ντουλάπα και ξεκλειδώσαμε την πόρτα. Η Λύδια πήρε το πακέτο στα χέρια της και άρχισε να το ξετυλίγει σχεδόν με μανία. Και τότε αποκαλύφθηκε μπροστά της ένα βιβλίο με χρυσό εξώφυλλο που έγραφε: «Η πιο ωραία ιστορία του κόσμου»
«Ουάου!!!» ο Πέτρος τα έχασε με το εξώφυλλο του βιβλίου! Μείναμε κα οι τρεις να χαζεύουμε το μυστικό της ντουλάπας που δεν ήταν άλλο από ένα παλιό βιβλίο, τόσο σπουδαίο, που είχε κάνει δώρο η γιαγιά της Λύδιας στη μαμά της και της είχε αλλάξει τη ζωή! Αρχίσαμε να το ξεφυλλίζουμε. Οι ζωγραφιές ξεπετάγονταν σαν μικρά ξωτικά έτοιμα να μας παρασύρουν στο πιο τρελό παιχνίδι και η πιο ωραία ιστορία του κόσμου ήταν έτοιμη να μας ξεδιπλωθεί!
«Λύδια, θα το δανείσεις και σε μένα;» τη ρώτησα εκστασιασμένη.
«Εννοείται, αλλά πρώτα θα το διαβάσω εγώ!»
        Το παιχνίδι που σκαρφίστηκε η μαμά της Λύδιας, την έκανε να αγαπήσει το διάβασμα περισσότερο και από μένα! Και τώρα η Λύδια, ο Πέτρος και εγώ εκτός από τα παιχνίδια, τις βόλτες και το βόλεϊ, έχουμε κάτι να μας δένει ακόμα περισσότερο: την αγάπη μας για το διάβασμα!



Κυριακή 24 Απριλίου 2011

Ο ΣΚΥΛΟΣ ΜΟΥ Ο ΤΣΟΥΦΟ


   Δεν το κρύβω, ήθελα εδώ και καιρό να πάρουμε ένα σκυλάκι, αλλά ο μπαμπάς μου συνεχώς έλεγε ΟΧΙ! Τι να κάνω και εγώ, έκανα υπομονή λέγοντας στον εαυτό μου ότι κάποια στιγμή θα καταφέρω να τον πείσω και να μου φέρει ένα μικρό κουταβάκι!
«Εγώ θα το φροντίζω, εγώ θα το πηγαίνω βόλτα, εγώ θα το μάθω να είναι ήσυχο και εγώ θα το ταΐζω!» έλεγα και ξανάλεγα για να δείξω πόσο πολύ ήθελα ένα μικρό σκυλάκι.
Και μια μέρα λοιπόν, εκεί που δεν το περίμενε κανείς, λίγο πριν στρίψω για το σπίτι μου γυρνώντας από το σχολείο, το είδα! Ήταν σε μια άκρη, βρώμικο και τρομαγμένο, ένα μικρό κουταβάκι! Πλησίασα να το χαϊδέψω, μα εκείνο τόσο ταραγμένο που ήτανε, έκανε να φύγει και μπλέχτηκε στα φυλλώματα ενός μικρού θάμνου. Το πήρα στα χέρια μου και άρχισα να του χαϊδεύω την πλατούλα του για να ηρεμήσει. Το κακόμοιρο, έτρεμε από το φόβο του! Το πήρα στην αγκαλιά μου και το πήγα στο σπίτι.
«Βρε Σοφάκι αφού τα έχουμε πει: δεν μπορούμε να πάρουμε σκύλο. Πρώτον ζούμε σε διαμέρισμα που δεν είναι και ότι καλύτερο για εκείνο και δεύτερον δεν έχουμε το χρόνο για βόλτες! Ξέρεις τι ευθύνη έχει ένα κατοικίδιο;»
 Ο μπαμπάς κοιτούσε μία εμένα και μία το σκύλο με το γνωστό αυστηρό του ύφος. Εγώ είχα βάλει τα χέρια πίσω από την πλάτη μου και στο πρόσωπό μου είχα σχηματίσει την «γκριμάτσα της ναζιάρας». Έτσι λέει η μαμά μου την έκφραση μου όταν θέλω να μου κάνουν το χατίρι. Και το πιο παράξενο από όλα: το μικρό σκυλάκι δίπλα μου κοιτούσε το μπαμπά μου ακριβώς με τον ίδιο τρόπο!
«Σε παρακαλώ! Θα δεις θα είμαι πολύ υπεύθυνη και πολύ καλό κορίτσι  αν τον κρατήσουμε!» είπα και πετάρισα τα βλέφαρα μου.
Ο μπαμπάς αφού «μέτρησε» για λίγα δευτερόλεπτα το σκύλο κάτω από τα χρυσά γυαλιά του μου είπε:
«Να ξέρεις ότι θα τον κρατήσουμε δοκιμάστηκα! Έτσι και δε μπορούμε να τα φέρουμε βόλτα, θα τον πάμε στην Φιλοζωική Εταιρία να του βρουν ένα σπίτι.»
Άρχισα να χοροπηδάω από την χαρά μου! Τώρα πια τίποτα δε με σταματούσε. Θα έκανα το κουταβάκι μου το πιο υπάκουο σκυλάκι του κόσμου.
«Μα τι όνομα είναι αυτό;» ο Πέτρος μόλις άκουσε πως θα ονόμαζα τον σκύλο μου Τσούφο, ξίνισε τα μούτρα του.
«Έχει πλάκα!» είπε η Λύδια που σχεδόν πάντα με υποστήριζε. «Μου θυμίζει όνομα κλόουν!»
«Το πιο σημαντικό από όλα είναι να βρούμε έναν κτηνίατρο. Σήμερα κιόλας θα τον πάμε με το μπαμπά στην Φιλοζωική Εταιρία για το πρώτο του εμβόλιο!»
    Οι μέρες περνούσαν και ο Τσούφο ήταν σκέτη καταστροφή! Μασούσε τα έπιπλα, έτρεχε πέρα δώθε μέσα στο σαλόνι, έκλεβε τις παντόφλες του μπαμπά και του έτρωγε την εφημερίδα. Μα το πιο ενοχλητικό από όλα ήταν ότι έκανε το πιπί του όπου βρει! Προσπαθούσα να τον μάθω να πηγαίνει στη βεράντα, μα ο κακομοίρης δεν προλάβαινε!
«Είναι μωρό ακόμα.» είπε ο κτηνίατρος στον μπαμπά μου για να τον ηρεμήσει. «Ένα κουταβάκι είναι σαν ένα μωρό: θέλει υπομονή και επιμονή. Σιγά σιγά με σωστή εκπαίδευση θα μάθει.»
    Η αλήθεια είναι πως ο μπαμπάς είχε αρχίσει να συμπαθεί τον Τσούφο και να τον φροντίζει. Δεν μπορούσε να αντισταθεί στα γεμάτα ενθουσιασμό χοροπηδητά του και στο ακατάπαυστο (αυτή τη λέξη την έμαθα στο κτηνίατρο που την είπε στο μπαμπά μου και τώρα τη λέω συνέχεια! ) κούνημα της ουράς του.
    Τα πρώτα προβλήματα δεν άρχισαν να φανούν! Η διαχειρίστρια, που έμοιαζε λίγο με χελωνονιτζάκι όπως έλεγε ο Πέτρος, μας χτύπησε το κουδούνι γεμάτη παράπονα.
«Κύριε Σακελαρίου, το σκυλάκι σας ενοχλεί τους ένοικους της πολυκατοικίας και ρυπαίνει τους κοινόχρηστους χώρους. Άλλωστε απαγορεύεται και από τον κανονισμό της πολυκατοικίας. Παρακαλώ να τον απομακρύνετε αμέσως!»
Ο μπαμπάς με το που άκουσε αυτά τα λόγια έγινε μπαρούτι! Όχι μόνο γιατί θεωρούσε απαράδεκτο το ότι η διαχειρίστρια του είπε να διώξει το μικρό Τσουφάκο αλλά και γιατί ήξερε πολύ καλά πως ο σκύλος δεν ενοχλούσε κανέναν! Κάθε φορά που βγαίναμε από την πολυκατοικία, φροντίζαμε να προσέχουμε πολύ να μην λερώσει πουθενά και τόσο μέσα όσο και έξω από το σπίτι, είχαμε σακούλες ειδικές για να μαζεύουμε τις μικρές «τσουφιές» (δηλαδή τα κακά) που έκανε ο Τσούφο. Όλα όσα είπε η διαχειρίστρια ήταν ψέματα και συκοφαντίες και αν θέλετε την γνώμη μου: ήταν ακατάπαυστα!
    Ο μπαμπάς ζήτησε να γίνει συνέλευση και μάλιστα παρουσιάστηκε μαζί με τον Τσούφο.
«Δεν σας κρύβω πως και εγώ στην αρχή δεν ήθελα να πάρουμε σκύλο. Ειδικά το γεγονός ότι ζούμε σε διαμέρισμα με έκανε πολύ επιφυλακτικό. Ήμουν πολύ αυστηρός με την κόρη μου και κάθε φορά που το συζητούσαμε ήμουν ανένδοτος: Δεν πρόκειται ποτέ να πάρουμε σκύλο! Μα όταν γνώρισα τον Τσούφο, άλλαξε πραγματικά η ζωή μου! Όλα όσα μου φαινόντουσαν φοβερά προβλήματα στην αρχή, τώρα είναι μικρές δυσκολίες που ξεπερνιούνται με τον πιο εύκολο τρόπο. Οι χαρές και τα παιχνίδια που μου κάνει με γεμίζουν θετική ενέργεια και πάντα έχω χρόνο για λίγο παραπάνω χαϊδολόγημα! Τώρα τα σαββατοκύριακα μας είναι τρέξιμο και παιχνίδι με τον Τσούφο και οι καθημερινές βόλτες  μια γλυκιά ρουτίνα. Αφήστε που σηκώθηκα επιτέλους από τον καναπέ και έχασα και μερικά κιλά!»
    Οι υπόλοιποι ένοικοι κοιτούσαν τον Τσούφο και χασκογελούσαν με τα νάζια και τις γλύκες που τους έκανε. Μετά από εκείνη την συνέλευση κανείς δεν ξαναπαραπονέθηκε για τον Τσούφο και μάλιστα η κυρία Διαμάντη από κάτω μας, πήρε και εκείνη ένα σκυλάκι!
   Ήμουν πολύ περήφανη για τον μπαμπά μου! Όχι μόνο γιατί αγάπησε ένα αδέσποτο σκυλάκι τόσο εύκολα αλλά και γιατί το υπερασπίστηκε με όλο του το είναι!

Πέμπτη 31 Μαρτίου 2011

"ΟΤΑΝ ΜΕΓΑΛΩΣΩ ΘΑ ΓΙΝΩ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ!"


   «Λοιπόν παιδιά, το Σάββατο θα πάμε να γνωρίσουμε μία συγγραφέα!» ο Πέτρος, που πάντα ενθουσιαζόταν με κάτι τέτοια, φώναξε εμένα και τη Λύδια να μας ανακοινώσει τις Σαββατιάτικες «κοινωνικές μας υποχρεώσεις»!
  «Τι εννοείς;» τον ρώτησε η Λύδια, που δεν ήταν και το καλύτερό της να διαβάζει.
  «Το βιβλιοπωλείο της γειτονιάς έχει καλέσει το Σάββατο, που είναι η παγκόσμια ημέρα παιδικού βιβλίου, μια σπουδαία συγγραφέα για να μας διαβάσει το βιβλίο της!» μας είπε ο Πέτρος ενθουσιασμένος.
  «Όλο;» γκρίνιαξε εκείνη.
  «Γιατί στραβομουτσουνιάζεις;» τη ρώτησα «εμένα μου φαίνεται πολύ ωραία ιδέα. Πάντα ήθελα να γνωρίσω από κοντά μια αληθινή συγγραφέα!»
Και πράγματι, Σάββατο πρωί, μαζί με όλα τα παιδιά της γειτονιάς, στριμωχτήκαμε οι τρεις μας σε μια γωνιά του βιβλιοπωλείου, περιμένοντας τη σπουδαία συγγραφέα!                       
  Προς μεγάλη μας έκπληξη τα πράγματα δεν ήταν όπως τα περιμέναμε. Όταν κάποιος έχει καταφέρει να γίνει συγγραφέας, σημαίνει πως έχει διαβάσει πολύ, έχει ζήσει πολλές εμπειρίες και σίγουρα ξέρει να μιλάει και να γράφει καλά. Γι αυτό νομίζω και πως όλοι οι συγγραφείς, είναι μεγάλοι και πολλοί μάλιστα είναι και παππούδες ακόμα! Όμως αυτή η συγγραφέας ήταν διαφορετική. Ήτανε πολύ νέα, πολύ γλυκιά και καθόλου μα καθόλου αυστηρή. Δε φορούσε γυαλιά ούτε γκρίζα ρούχα.  Είχε κόκκινα μαλλιά και ένα σκουλαρίκι στο φρύδι! Παρά ήτανε μοντέρνα για συγγραφέας!
  «Μα είστε πολύ μικρή!» της έλεγαν οι μπαμπάδες και οι μαμάδες.
Εκείνη χαμογελούσε γλυκά και έλεγε:
  «Μου αρέσει πολύ να παίζω με τα παιδιά, γι αυτό άλλωστε γράφω και ιστορίες! Θέλω να μην μεγαλώσω ποτέ!»
   Μιλήσαμε για τον Χανς Κρίστιαν Άντερσεν, τους αδελφούς Γκριμ και τον Κάρολο Ντίκενς! Όλα αυτά τα πασίγνωστα παραμύθια που ακούμε από μικροί, όπως η Σταχτοπούτα, η Κοκκινοσκουφίτσα, το Ασχημόπαπο,  είναι δημιουργήματα της φαντασίας σπουδαίων παραμυθάδων, που η αγάπη τους για το βιβλίο και η ανεξάντλητη φαντασίας τους, μας χάρισαν τόσο σπουδαίες ιστορίες!
  Μας μίλησε για τότε που ήταν μικρή και οι γονείς της την έλεγαν παραμύθια. Ύστερα διάβασε το παραμύθι της και όλοι μαζί, γεμάτοι κέφι και χαρά, μετατρέψαμε το παραμύθι σε θεατρική παράσταση!  ! Η Λύδια, που δεν ήθελε καθόλου να έρθει-γιατί μεταξύ μας δεν της αρέσει το διάβασμα- πήρε τον πρωταγωνιστικό ρόλο και μάλιστα ήταν η πρώτη που έτρεξε να αγοράσει και το βιβλίο!  
  «Κοίτα, μου έγραψε και μία αφιέρωση: στη Λύδια με αγάπη! Δεν είναι τέλειο; Όταν μεγαλώσω, θέλω να γίνω συγγραφέας!» είπε η Λύδια αγκαλιάζοντας το αφιερωμένο με πολλή αγάπη σε εκείνη βιβλίο!  
  «Μα μέχρι εχτές ήθελες να γίνεις χορεύτρια!» της υπενθύμισε ο Πέτρος «πως θα γίνεις τώρα συγγραφέας; Το ένα δεν ταιριάζει πολύ με το άλλο!»
  «Θα αρχίσω να διαβάζω βιβλία και να γράφω ημερολόγιο! Άλλωστε ποτέ δεν είναι αργά!» είπε εκείνη βάζοντας το χέρι στη μέση έτοιμη για καβγά!
  «Εγώ νομίζω πως περάσαμε πολύ ωραία σήμερα, ε παιδιά;» είπα θέλοντας να ηρεμήσω τα πνεύματα. «Άλλωστε έχουμε πολύ χρόνο μπροστά μας για να αποφασίσουμε τι θα γίνουμε όταν μεγαλώσουμε!»
  «Λοιπόν, το απόγευμα θα έρθετε από το σπίτι μου;» ρώτησε ο Πέτρος.
  «Δε μπορώ, έχω να διαβάσω το καινούργιο μου βιβλίο, ίσως κάποια άλλη φορά!» είπε η Λύδια με ύφος σπουδαίας συγγραφέως!
  «Τι θα έλεγες να έφερνες το βιβλίου σου να το διαβάσουμε όλοι μαζί; Και μετά να παίξουμε και κανένα παιχνίδι!» πρότεινα κλείνοντας το μάτι στον Πέτρο.
  «Τέλεια, ιδέα» είπε η Λύδια, που δεν έλεγε ποτέ όχι στο παιχνίδι. «Στις 7 θα είμαι εκεί!»



Δευτέρα 21 Μαρτίου 2011

Μα τι είναι αυτή η Επανάσταση;

    Η μεγάλη μου ξαδέρφη είναι επαναστάτρια, έτσι τη λέει ο μπαμπάς! Τώρα τι ακριβώς είναι η επανάσταση δεν έχω καταλάβει, αλλά ξέρω για την επανάσταση των Ελλήνων και την απελευθέρωσή από τους Τούρκους, έχω ακούσει για την επανάσταση των χίπις που όλοι ακούγανε χαρούμενα τραγούδια, χορεύανε στους δρόμους και ζωγραφίζανε λουλούδια στα αυτοκίνητά τους. Ξέρω επίσης και για την επανάσταση της μαμάς μου, όταν έχει κουραστεί από τις δουλειές και ζητάει από το μπαμπά να την βοηθήσει. Αλλά για την επανάσταση της ξαδέρφης μου δεν ξέρω. Ο φίλος μου ο Πέτρος, που τρελαίνεται για λιχουδιές, λέει πως επανάσταση είναι, όταν όλοι σου λένε να προσέχεις τη διατροφή σου, εσύ πας το βράδυ κρυφά και τρως σοκολατάκια από το ψυγείο της μαμάς!
    Η θεία Μαρία, λέει ο μπαμπάς μου, είναι πολύ αναστατωμένη. Η Νίκη, η ξαδέρφη μου, κατεβαίνει στους δρόμους και διαδηλώνει! Αυτό δεν είναι κακό από ότι κατάλαβα, αλλά είναι λίγο επικίνδυνο γιατί μπορεί να δημιουργηθούν επεισόδια και χωρίς να το θέλει να μπλέξει σε μπελάδες. Η ξαδέλφη μου η Νίκη λέει και ξαναλέει ότι οι πορείες που πηγαίνει είναι ειρηνικές και πως αν δεν επαναστατήσουμε εμείς οι νέοι -δηλαδή πρέπει και εγώ;- τότε ποιος θα επαναστατήσει;
     Χτες πήγα στο σπίτι της με τη μαμά μου και τον μπαμπά μου. Επίσκεψη. Ήθελα πολύ να δω τη Νίκη και να μου εξηγήσει μερικά πράγματα. Δεν ήταν όμως στο σπίτι. Μην έχοντας λοιπόν τι να κάνω, αφού οι μεγάλοι είχαν μαζευτεί στην κουζίνα, πίνανε καφέ και ακούγανε τα φοβερά και τρομερά προβλήματα της θείας μου, τρύπωσα κρυφά στο δωμάτιο της Νίκης. Η αλήθεια είναι πως όταν μεγαλώσω και γίνω και εγώ φοιτήτρια, θα ήθελα να της μοιάσω. Να φοράω συνέχεια σκισμένα τζιν, να έχω μακριά μαλλιά, να βάφομαι και να επαναστατώ όλη την ώρα! Καθρεφτίστηκα για λίγο στον καθρέφτη της φορώντας πάνω από τα ρούχα μου ένα φόρεμα που βρήκα πεταμένο σε μια καρέκλα. Πέρασα στο λαιμό μου το αγαπημένο της ασπρόμαυρο φουλάρι και κοίταξα τον εαυτό μου! Αχ, μακάρι να της έμοιαζα έστω και λίγο! Κάθισα στο κρεβάτι της και άπλωσα τα πόδια μου,  παρ' όλο που φορούσα παπούτσια. Στο κομοδίνο είχε αφημένα βιβλία, ένα κοκαλάκι και ένα ημερολόγιο! ΤΟ ΞΕΡΩ, ΤΟ ΞΕΕΕΕΡΩΩΩΩ!!! Δεν είναι σωστό να διαβάζουμε τα ημερολόγια των άλλων.... αλλά δε κρατήθηκα! Ποιος θα μπορούσε άλλωστε να αντισταθεί στα πιο κρυφά μυστικά της αγαπημένης του ξαδέρφης; Χωρίς να με πάρει είδηση κανείς, άρπαξα το ημερολόγιο και χώθηκα κάτω από το κρεβάτι έτοιμη να ρουφήξω κάθε πληροφορία που είχε γραφτεί στο πολύτιμο ημερολόγιο της Νίκης!
"Αγαπημένο μου ημερολόγιο,
καμιά φορά αναρωτιέμαι, γιατί με έμαθαν να ζητάω συγνώμη, αφού η συγνώμη μου τσαλαπατιέται και δεν υπολογίζεται. Γιατί με έμαθαν να είμαι ευγενική και να δίνω την θέση μου στους μεγαλύτερους, αφού κανένας μεγάλος δε σέβεται εμένα; Γιατί με μορφώνουν και με μαθαίνουν στο σχολείο γράμματα,  αφού με αναγκάζουν να βλέπω τηλεόραση που μου καίει τον εγκέφαλο. Γιατί μου λένε πως οφείλω να ξέρω την αλήθεια, αφού μου σερβίρουν κατευθυνόμενες ειδήσεις. Γιατί με διδάσκουν να αγαπώ την ειρήνη για να επιζητώ το δίκιο, ενώ ο πόλεμος και η αδικία βασιλεύουν σε όλο τον κόσμο... Γιατί με έμαθαν να λέω καλημέρα, να ελπίζω σε μια καλύτερη μέρα, να δουλεύω σκληρά γ' αυτή τη μέρα, αφού μου τη συννεφιάζουν, μου την σκοτεινιάζουν, την κάνουν νύχτα και κλέβουν όλα τ’ αστέρια; Απλώς καμιά φορά αναρωτιέμαι..."
     Το έκλεισα και δε διάβασα άλλο. Όταν πήγαμε σπίτι άνοιξα το συρτάρι και έβγαλα από μέσα το ημερολόγιο που μου είχε κάνει δώρο η μαμά μου στα γενέθλια μου και δεν είχα σκεφτεί να το χρησιμοποιήσω. Ποτέ μέχρι τώρα δεν είχα κάτι να μοιραστώ με ένα ημερολόγιο! Κάθισα πάνω στο κρεβάτι μου και πήρα το καλύτερό μου μολύβι και άρχισα να γράφω:
"Αγαπημένο μου ημερολόγιο,
σήμερα είναι μια θλιμμένη μέρα.... Θέλω όταν μεγαλώσω να επαναστατώ. Θέλω να ζητάω συγνώμη και ας μην με υπολογίζουν. Θέλω όταν μεγαλώσω να μην σταματήσω ποτέ να δίνω τη θέση μου σε έναν παππού η μια γιαγιά, γιατί με κάνει και νιώθω ωραία. Να συνεχίζω να μαθαίνω γράμματα και να γίνω η πιο έξυπνη από όλους γιατί έτσι θα κάνω περήφανους τους γονείς μου αλλά πιο πολύ τον εαυτό μου! Να αγαπώ και να θέλω την ειρήνη και να πολεμώ την αδικία, ώστε όταν κάποιος με αδικήσει να μπορώ να υπερασπιστώ τον εαυτό μου. Και να μην σταματήσω να λέω ΚΑΛΗΜΕΡΑ!!!"

Κυριακή 13 Μαρτίου 2011

Εγώ και η μαμά μου στη στάση.

ΒΟΛΤΑ ΜΕ ΤΟ ΤΡΟΛΕΪ


   Η θεία μου, η Βαγγελιώ, μένει στο τέρμα της Πατησίων. Όσες φορές πήγα σπίτι της, ήταν πάντα με αυτοκίνητο, η μαμά μου όμως σήμερα  αποφάσισε να πάμε εκεί με το τρόλεϊ. Αγοράσαμε δύο εισιτήρια, πήγαμε στη στάση και περιμέναμε να περάσει το τρόλεϊ 3 ή 13. Ήμουν πολύ ενθουσιασμένη και χαρούμενη και άρχισα τις ερωτήσεις:
  «Μαμά γιατί το τρόλεϊ έχει κεραίες;»
  «Γιατί τις χρειάζεται για να εφοδιάζεται ηλεκτρικό ρεύμα από τα συρμάτινες εγκαταστάσεις της ΔΕΗ.»
  «Χωρίς ρεύμα δηλαδή, δεν λειτουργεί;»
  «Και βέβαια! Καμιά φορά οι κεραίες φεύγουν από τις εγκαταστάσεις και αν ο οδηγός δεν καταφέρει να τις επαναφέρει, πατά ένα κουμπί και τότε το τρόλεϊ γίνεται σαν λεωφορείο.»
  «Ουάου! Δηλαδή μεταμορφώνεται;» ξαναρώτησα ενθουσιασμένη!
   Και έφτασε επιτέλους το τρόλεϊ, λίγο καθυστερημένο βέβαια, αλλά πάνω στην ώρα, για να γλιτώσει τη μαμά μου από τις συνεχείς ερωτήσεις μου! Μπήκαμε μέσα και καθίσαμε στις δύο μοναδικές θέσεις που ήταν ελεύθερες.
  «Σοφία, πήγαινε να ακυρώσεις τα εισιτήρια;» μου είπε με επίσημο ύφος η μαμά μου!
  «Ευχαρίστως!» της απάντησα και με ένα πνιχτό γέλιο «χτύπησα» τα δυο εισιτήρια στο ειδικό μηχάνημα.
   Η βόλτα μας ξεκίνησε και ήμουν τόσο απορροφημένη να κοιτάζω τις βιτρίνες των καταστημάτων, που δεν πρόσεξα πως το τρόλεϊ είχε αρχίσει να γεμίζει ασφυκτικά με κόσμο! Κάθε φορά που το τρόλεϊ έκανε στάση, έλεγα μέσα μου:
  «Δε μπορεί κάποιος θα κατέβει για να μπουν οι υπόλοιποι!»
Μάταια όμως! Ο κόσμος, όλο και ανέβαινε, στριμώχνοντας ο ένας  τον άλλον, βρίζοντας και φωνάζοντας για την κακή τους τύχη.  Ξαφνικά η όμορφη βόλτα μας με το τρόλεϊ, είχε μετατραπεί σε μια άσχημη περιπέτεια, γεμάτη σπρωξιές και αγανακτισμένες φωνές. Είχα κρυφτεί στην αγκαλιά της μαμάς μου προσπαθώντας να εξαφανιστώ και να μην ακούω όλες αυτές τις φωνές που έκαναν το κεφάλι μου να πονοκεφαλιάζει!
  «Γιατί φωνάζει έτσι αυτή η κυρία;» ρώτησα συνομωτικά τη μαμά μου.
  «Γιατί μάλλον κάποιος την έσπρωξε καταλάθος!» μου απάντησε εκείνη και με αγκάλιασε σφιχτά.
  «Μανούλα μου άμα σε σπρώξω καταλάθος, θα μου βάλεις τις φωνές;» τη ρώτησα σχεδόν βουρκωμένη!
  «Όχι Σοφάκι μου!» μου απάντησε εκείνη και με κοίταξε με απορία!
  «Γιατί εγώ νόμιζα πως όταν σπρώχνεις κάποιον καταλάθος, δεν το θέλεις και ζητάς συγγνώμη! Τότε εκείνος δε σου βάζει τις φωνές, παρά σου λέει δεν πειράζει και μετά παίζετε μαζί!»
Η κυρία στην μπροστινή θέση χαμογέλασε.
  «Κοριτσάκι μου, οι άνθρωποι μεγαλώνουν. Και όσο μεγαλώνουν ξεχνάνε το παιχνίδι. Και όσο ο άνθρωπος ξεχνάει το παιχνίδι και την ανεμελιά, τόσο δυσκολεύεται να ξεχάσει και μια σπρωξιά που έγινε καταλάθος! Σου εύχομαι ποτέ να μη μεγαλώσεις!» μου είπε και χάθηκε μέσα στο κόσμο ψάχνοντας τρόπο να κατεβεί στην στάση που ήθελε.
Άκου ποτέ να μη μεγαλώσω! Δεν μου άρεσε και πολύ αυτό που μου είπε η μπροστινή κυρία! Εγώ θέλω να μεγαλώσω και να γίνω μπαλαρίνα ή τραγουδίστρια ή δασκάλα! Όχι να μείνω για πάντα στην τρίτη δημοτικού!
  Φτάσαμε επιτέλους στην στάση μας. Η μαμά μου με έβαλε μπροστά και προσπαθώντας να ανοίξει χώρο με τα χέρια της, άρχισε να προχωράει προς την έξοδο.
  «Συγνώμη, μπορώ να περάσω; Με συγχωρείτε, έχω τη μικρή και θέλω να περάσω, ευχαριστώ!»
Λίγοι ήταν εκείνοι που έκαναν στην άκρη και ακόμα πιο λίγοι εκείνοι που μας βοήθησαν.
  Όταν πια κατεβήκαμε και είδα το τρόλεϊ να φεύγει με τους επιβάτες στριμωγμένους σαν σαρδέλες είπα στη μαμά μου;
  «Δεν θέλω να ξαναπάω βόλτα με το τρόλεϊ!»
  «Έλα Σοφάκι μου, μην δίνεις τόσο πολύ σημασία! Την επόμενη φορά μπορεί να είναι καλύτερα!  Άλλωστε δεν ήταν και τόσο άσχημα. Είδες εκείνη η κυρία! Εκτίμησε πολύ τα λόγια σου και σου ευχήθηκε να μείνεις όπως είσαι!»
  «Μα…» δεν τελείωσα τη φράση μου γιατί αμέσως σκέφτηκα τα λόγια της:       «Σου εύχομαι να μην μεγαλώσεις ποτέ!»
  «Τώρα κατάλαβα τι εννοούσε!» είπα στη μαμά μου και χτύπησα το κουδούνι της θείας Βαγγελιώ.